τοξικολογικός

τοξικολογικός
η , ό[ν] мед. токсикологический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τοξικολογικός" в других словарях:

  • τοξικολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοξικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Αχ. Γεωργαντά] …   Dictionary of Greek

  • τοξικολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την τοξικολογία: Τοξικολογικές έρευνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»